- Σαμιώτης
- ο θηλ. Σαμιώτισσα Σάμιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σαμιώτης — ο, θηλ. Σαμιώτισσα, Ν αυτός που κατοικεί στην Σάμο ή αυτός που κατάγεται από την Σάμο («Σαμιώτισσα, Σαμιώτισσα πότε θα πας στη Σάμο...», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
σαμιώτικος — η, ο, Ν [Σαμιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο ή στον Σαμιώτη ή και αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιακός («σαμιώτικος χορός») … Dictionary of Greek
Γεωργιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Καταγόταν από τις Κυδωνιές και πολέμησε στην Πελοπόννησο. 2. Αυγερινός. Πήρε μέρος σε μάχες της Κρήτης και της Πελοποννήσου ως οπλαρχηγός. 3. Βασίλειος. Πολέμησε στις επαρχίες Κισσάμου και Σελίνου της… … Dictionary of Greek
εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)